«Δάσκαλος σημαίνει… γέφυρα» και άλλες γλυκόπικρες
σχολικές ιστορίες
«Δάσκαλος σημαίνει γέφυρα, είναι η σκάλα την
οποία σταδιακά ο μαθητής ανεβαίνει μέχρι να φτάσει το ύψος που έχει θέσει ως στόχο
ή στο ύψος που από μόνο του τον προκαλεί να το κατακτήσει. Η σκάλα αυτή λοιπόν
πρέπει να απομακρύνεται μόνο όταν η αποστολή της έχει ολοκληρωθεί…
Και το έργο του δασκάλου έχει επιτελεστεί όταν
δεν τον χρειάζεται άλλο ο μαθητής του, όταν ο μαθητής μπορεί να πορευθεί
στηριζόμενος πλέον στις δικές του δυνάμεις. Και όσο πιο δυνατούς μαθητές
δημιουργεί, τόσο πιο επιτυχημένο είναι το έργο του δασκάλου.»
Αυτά είχα υποστηρίξει το καλοκαίρι του 2014 σε
μία ομιλία μου, κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερης εκδήλωσης στην Αρχαία Ολυμπία γύρω
από το θέμα της παιδείας. Και την ώρα που άκουγα τον εαυτό μου να αρθρώνει τις
παραπάνω λέξεις, αναρωτιόμουν σιωπηρά μέσα μου αν στ’ αλήθεια γνώρισα ποτέ μου
έναν τέτοιο δάσκαλο, σαν αυτόν που με τόσο στόμφο περιγράφω…
Με αφορμή τις πρόσφατες εξελίξεις γύρω από το
πολυσυζητημένο πολυνομοσχέδιο της Παιδείας και την πληθώρα αντιδράσεων που έχει
προκαλέσει, κυρίως στους κύκλους των εκπαιδευτικών, γύρισα νοερά πίσω στα δικά
μου μαθητικά χρόνια των μέσων των δεκαετιών του ’80 και του ’90, στο μικρό
επαρχιακό σχολείο του Λάλα (3-θέσιο Δημοτικό, Γυμνάσιο και Ενιαίο Λύκειο) που
συγκέντρωνε μαθητές και από αρκετά γύρω χωριά.
Πρώτος σταθμός αυτόματα στη σκέψη μου τα ήρεμα
χρόνια στο Δημοτικό, χωρίς κάτι ιδιαίτερο ή συγκλονιστικό που να αξίζει να θυμάμαι
ως σήμερα: ανιαρές –θα έλεγα σήμερα- σχολικές εκδρομές, ανύπαρκτα καλλιτεχνικά
μαθήματα, κατά κάποιο τρόπο αποθάρρυνση της δημιουργικότητας και της φαντασίας
μας.
Το μόνο γεγονός από τα πρώιμα μαθητικά μου
χρόνια που στέκεται ακόμα ορόσημο, είναι οι ομολογουμένως ανεξίτηλες σκηνές
στις οποίες ο τότε, νεότατος σε ηλικία, δάσκαλός μας, μας υποχρέωνε να είμαστε
αυτόπτες μάρτυρες μέσα στην τάξη (ως μέρος της διαπαιδαγώγησής μας υποθέτω),
δημιουργώντας σε όλους μας ανάμικτα συναισθήματα. Επέλεγε μαθητές που
προέρχονταν από ιδιαίτερα φτωχά σπίτια, με μεγάλους σε ηλικία γονείς που
αδυνατούσαν να έχουν τα παιδιά τους καθαρά και περιποιημένα στο σχολείο, και
τους υποχρέωνε να πλένουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα πόδια και χέρια σε μια
λεκάνη ενώπιόν μας, υποχρεώνοντάς τους να στέκονται δίπλα στην έδρα και απέναντι
από τα θρανία μας, ώστε να έχουμε όλοι θέα.
Δεν ξέρω, ακόμα και σήμερα, ποιος ήταν ο απώτερος
στόχος του κατά τ’ άλλα καλλιεργημένου δασκάλου μας, ο οποίος μάλιστα φρόντιζε
ήπια να μας εισαγάγει και στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, σε μια εποχή (τέλη δεκαετίας
1980) που αντίστοιχο μάθημα δεν υπήρχε ούτε στο Λύκειο ακόμα.
Ακόμα και σήμερα, συναντώντας τυχαία αυτούς τους
συμμαθητές μου στο δρόμο, πάντα έχω την εντύπωση ότι τα μάγουλά τους παίρνουν
το ίδιο κόκκινο χρώμα που είχαν κάθε φορά που ο δάσκαλός μας τους υπέβαλλε σε
εκείνο το μαρτύριο.
Όσο για εμένα, από την πρώτη φορά που ο δάσκαλός
μας ξεκίνησε εκείνη την σκληρή κατά τη γνώμη μου «εκπαιδευτική μέθοδο», ένιωσα μια
βαθιά αποστροφή για εκείνον, που δεν έχω καταφέρει να αποβάλω ως και σήμερα…
Φθάνοντας στο Γυμνάσιο, το σοκ ήταν μεγάλο,
αφενός λόγω της δυσκολίας του επιπέδου των μαθημάτων για την οποία ασφαλώς δεν
ήμασταν κατάλληλα προετοιμασμένοι από το Δημοτικό, αφετέρου λόγω των νέων
προτύπων και πλαισίων συμπεριφοράς, αφού πλέον γινόμασταν έφηβοι.
Δίπλα στους λίγους καθηγητές με ευσυνειδησία και
επαγγελματική αρτιότητα, αλλά και
ενδιαφέρον για την προκοπή και την διάπλαση του ήθους μας, παρέλασαν από το
Γυμνάσιό μας καθηγητές στην πλειοψηφία τους αδιάφοροι, ψυχροί, ανεπαρκείς κάποιοι
κατά την εκπαιδευτική διαδικασία και σε πολλές περιπτώσεις παντελώς
ακατάλληλοι, με σοβαρές ελλείψεις και κενά στη γνώση, τη μεταδοτικότητα, τις
εκπαιδευτικές μεθόδους και τεχνικές που (δεν) εφάρμοζαν.
Ορισμένοι καθηγητές εμφάνιζαν και ψυχολογικές
διαταραχές μέσα στην τάξη (ούρλιαζαν ή/και έκλαιγαν δίχως σοβαρή αφορμή,
γρονθοκοπούσαν τον πίνακα, ήταν απεριποίητοι στην εμφάνισή τους). Μετά από
χρόνια πληροφορηθήκαμε τυχαία για μια δύστυχη καθηγήτριά μας ότι κατέληξε σε
ψυχιατρική κλινική…
Δεν μπορώ να ξεχάσω και τους δήθεν απελευθερωμένους,
«μοντέρνους» καθηγητές μας, οι οποίοι –άντρες και γυναίκες- προτιμούσαν να
ανεβαίνουν επάνω στην έδρα και να διδάσκουν από εκεί καθισμένοι σταυροπόδι, ενώ
ελάχιστα ή και καθόλου δεν χρησιμοποιούσαν τον πίνακα ή άλλο εποπτικό μέσο.
Στο ωρολόγιο πρόγραμμά μας θυμάμαι, υπήρχαν και
μαθήματα Μουσικής και Οικιακής Οικονομίας, που ποτέ όμως εμείς δεν διδαχθήκαμε
ούτε μας δόθηκε καμία εξήγηση γιατί τα στερηθήκαμε. Αντί για μουσική και
οικιακά, κατά τις ώρες που βάσει του επίσημου προγράμματος προβλεπόταν η
διδασκαλία τους, είχαμε είτε ελεύθερη συζήτηση στην τάξη, είτε δεν κάναμε
τίποτα και απλά περιμέναμε να περάσει η ώρα για να χτυπήσει το κουδούνι.
Όσο για τη Φυσική Αγωγή, δεν μπορώ ακόμα και
σήμερα να συγκρατήσω με μια δόση πικρίας το γέλιο μου όταν σκέφτομαι τον
υπέρβαρο καθηγητή-γυμναστή που, μασουλώντας πάντα πασατέμπο και φτύνοντας
προκλητικά, μας υποχρέωνε να διανύουμε τρέχοντας μεγάλες αποστάσεις με ανώμαλο
δρόμο, ως κύρια και σχεδόν αποκλειστική άσκηση την ώρα του μαθήματός του.
Εκείνος πάντα στεκόταν στο ίδιο σημείο μπροστά από το σχολικό κτίριο, με τον
πασατέμπο του, περιμένοντας πότε θα ολοκληρώσουμε την άσκηση και έτοιμος να
σχολιάσει -σε γλώσσα του δρόμου- τυχόν άσχημες επιδόσεις μας.
Τέλος, θυμάμαι αμυδρά την εικόνα ενός σκοτεινού εργαστηρίου
Φυσικής και Χημείας κάπου βαθιά μέσα στο σχολείο, το οποίο είχαμε επισκεφθεί
1-2 φορές συνολικά όσα χρόνια ήμασταν σε Γυμνάσιο και Λύκειο (το ίδιο κτίριο
φιλοξενεί στο Λάλα Γυμνάσιο και Λύκειο), σαν να πηγαίναμε σε μουσείο…
Πριν το τέλος των μαθητικών μου χρόνων είχα οδηγηθεί
στο συμπέρασμα πως δεν είχα κλίση στη Φυσική, ούτε στη Χημεία. Αναρωτιέμαι όμως
αν αυτό θα εξακολουθούσε να ισχύει όταν θα μου είχε δοθεί η ευκαιρία να γνωρίσω
αληθινά και σε βάθος αυτές τις Επιστήμες, που προσπαθούσα με δυσκολία στο
Γυμνάσιο και στο Λύκειο να τις κατανοήσω μέσα από τους ψυχρούς τύπους και τα σύμβολα
που με υποχρέωναν να βλέπω μονότονα στον πίνακα.
Το Λύκειο στη συνέχεια ήταν μια άσχημη, βαρετή
επανάληψη των εμπειριών μας στο Γυμνάσιο, με τη μόνη διαφορά ότι τώρα έπρεπε να
προετοιμάσουμε το μέλλον μας, να επιλέξουμε την καριέρα μας.
Βρεθήκαμε ωστόσο εντελώς μόνοι μας στο πέλαγος
των διαφορετικών επαγγελματικών κατευθύνσεων, αφού κανένας καθηγητής δεν
έμπαινε ποτέ στον κόπο να μας εξηγήσει ούτε τα βασικά βήματα του επαγγελματικού
προσανατολισμού. Ίσως γιατί ούτε οι καθηγητές είχαν σφαιρική ενημέρωση, γνώση
και προπάντων, όρεξη.
Καμία ιδιαίτερη προετοιμασία για τους
μελλοντικούς επαγγελματίες, ούτε στοιχειωδώς…
Στη θέση της προετοιμασίας, είχαμε μια μαθησιακή
ρουτίνα που χρωματιζόταν μόνο πότε-πότε από τα καθιερωμένα φανταχτερά σχολικά
πάρτυ και από κάποιες πικάντικες εκδρομές.
Δεν ξεχνώ ως και σήμερα και ορισμένους –ευτυχώς ελάχιστους-
εκπαιδευτικούς, που ίσως για δικούς τους προσωπικούς λόγους ή και λόγω συμπλεγμάτων,
δημιουργούσαν επιπλέον ανασφάλειες στους πιο επιμελείς μαθητές με την δίχως
τεκμηρίωση αφαίρεση βαθμών από εργασίες και τελικές εξετάσεις.
Αναφορικά με τον εφιάλτη των πανελλαδικών
εξετάσεων που όλοι οι μαθητές βιώναμε, ήταν τόση η αδιαφορία των καθηγητών μας απέναντι
στην αγωνία μας όχι μόνο για την επιτυχία αλλά και για την επιλογή των σχολών
βάσει των κλίσεων και των ενδιαφερόντων μας, που για να συμπληρώσω θυμάμαι το
μηχανογραφικό μου δελτίο (την εποχή εκείνη συμπληρωνόταν χειρόγραφα πριν τη λήξη
της σχολικής χρονιάς και πολύ πριν τη διεξαγωγή των πανελλαδικών εξετάσεων),
χρησιμοποίησα τη λίστα των βάσεων της προηγούμενης χρονιάς για να έχω μια πιο σαφή
εικόνα και επικαλέστηκα την …τύχη για να επιλέξω τις σχολές, αφού οι ονομασίες
φάνταζαν στα μάτια μου τόσο ξένες και χωρίς νόημα!
Δεν μπορώ ασφαλώς να ξεχάσω και τον αποκλεισμό
μου από το βραβείο καλύτερης μαθητικής έκθεσης με θέμα την ξενιτιά, από τους
εκπαιδευτικούς που αποτελούσαν την επιτροπή αξιολόγησης στην τότε Νομαρχία
Ηλείας, με μόνη αιτιολογία την αμφισβήτησή τους ότι η έκθεση που είχαν στα
χέρια τους είχε γραφτεί από μαθήτρια του Λυκείου. Στο μυαλό μου ήρθαν τότε τα
λόγια μιας φωτισμένης καθηγήτριάς μας στο Γυμνάσιο που μου είχε πει πως στη
ζωή, συνήθως οι άνθρωποι μάς αφαιρούν ευκαιρίες και δυνατότητες, αντί να μας
δίνουν ώθηση…
Για να μην αδικήσω και τους λίγους, ξεχωριστούς
καθηγητές που πέρασαν το κατώφλι του σχολείου μας (Γυμνασίου και Λυκείου), θα
τονίσω πως κατόρθωσαν -παρά τις αντιξοότητες και το συνολικά αρνητικό κλίμα
γύρω τους σε ό,τι αφορούσε σε πραγματική διεύρυνση των οριζόντων μας, σε ενθάρρυνση
της δημιουργίας και σε αληθινό διάλογο με τους μαθητές- να γίνουν πηγή
έμπνευσης για εμάς και πάντα να τους θυμόμαστε με νοσταλγία. Για εμένα
προσωπικά, αυτοί οι λίγοι εκπαιδευτικοί ήταν η όαση μέσα στην έρημο των
μαθητικών μου χρόνων.
Αν λοιπόν θα περιέγραφα με τρεις λέξεις το
σύνολο των σχολικών μου εμπειριών, θα έλεγα πως ήταν: άγευστες, μουντές και
μίζερες.
Με θλίψη διαπιστώνω μέσα από συζητήσεις με
σημερινούς γονείς αλλά και μαθητές, πως ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει όλα
αυτά τα χρόνια στα σχολεία των χωριών μας, σχεδόν 2 δεκαετίες από το δικό μου
πέρασμα από το σχολείο.
Με έκπληξη και θαυμασμό ωστόσο διαβάζω πότε-πότε
για κάποια σχολεία-πρότυπο στο νομό μας και στην υπόλοιπη Ελλάδα, και τότε
νιώθω πως υπάρχει ακόμα ελπίδα!
Ίσως αν κατορθώσει να εφαρμοστεί πραγματικά ένα
ενιαίο μοντέλο σε όλα τα σχολεία, κατά τα πρότυπα της εκπαίδευσης ενηλίκων,
τότε να έρθει επιτέλους η τομή που θα αλλάξει το εκπαιδευτικό πλαίσιο και την
αποτελεσματικότητα συνεπώς του Σχολείου.
Θεωρητικά, Δάσκαλος είναι όποιος άγει, εκείνος
που παίρνει τον μαθητή από ένα σημείο και τον οδηγεί στον προορισμό του, είναι
ο καταλύτης στην ανέλιξη του μαθητευόμενου. Και το έργο του Δασκάλου ολοκληρώνεται με επιτυχία
όταν ο μαθητής έχει πια τα δικά του φτερά για να πετάξει στο επόμενο, στο
αμέσως πιο πάνω κλαδί της μάθησης. Η ικανοποίηση δε του Δασκάλου ότι έχει σημαδέψει
θετικά την πορεία του μαθητή του θα πρέπει να είναι τόση, όση και η ελευθερία
και ο χώρος που πρέπει να δώσει στον μαθητή για να ανακαλύψει υπό την
καθοδήγησή του Δασκάλου τους νέους ορίζοντες που ανοίγονται μπροστά του.
Στην πράξη, ας έχει πάντα κατά νου ο
εκπαιδευτικός πως προορισμός του είναι να γίνεται φάρος και όχι φυλακή για τη
ζωή του μαθητή. Όταν το πετύχει αυτό, καμία αξιολόγηση και καμία κάμερα δεν θα
είναι ικανή να τον πανικοβάλλει…
Βάσω Χαριτοπούλου
Οικονομολόγος
vasso-charitopoulou@hotmail.com